καλοκἀγαθικός

καλοκἀγαθικός
κᾰλοκἀγᾰθ-ικός, ή, όν,
A beseeming a καλὸς κἀγαθός, honourable,

προαίρεσις Plb.7.11.9

. Adv.

-κῶς BMus.Inscr.925b8

([place name] Branchidae), Plu.Phoc.32.
2 inclined to καλοκἀγαθία, Id.Them.3, 2.225f: [comp] Comp., Muson.Fr.14p.76H.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλοκαγαθικός — καλοκἀγαθικός, ή, όν (Α) [καλοκάγαθος] 1. αυτός που αρμόζει σε καλό και αγαθό άνθρωπο, έντιμος, αγαθός, χρηστός 2. (για πρόσ.) ενάρετος, ηθικός. επίρρ... καλοκἀγαθικῶς (Α) έντιμα, χρηστά, με αγαθότητα και καλοσύνη …   Dictionary of Greek

  • καλοκαγαθικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκαγαθικώτερον — καλοκαγαθικός adverbial comp καλοκαγαθικός masc acc comp sg καλοκαγαθικός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκἀγαθικώτερον — καλοκἀγαθικός beseeming a adverbial comp καλοκἀγαθικός beseeming a masc acc comp sg καλοκἀγαθικός beseeming a neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκαγαθικούς — καλοκαγαθικός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκαγαθική — καλοκαγαθικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκαγαθικῶς — καλοκαγαθικός adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκἀγαθική — καλοκἀγαθικός beseeming a fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”